Δευτέρα 25 Νοεμβρίου 2013

1973-2013:Ιστορική αναδρομή, προκλήσεις και διδάγματα για την Αριστερά του 21ου αιώνα


Το 2013 συμπληρώνονται 40 χρόνια από 3 σημαντικές στιγμές για την Αριστερά σε εγχώριο και διεθνές επίπεδο. Η αιματηρή πτώση της κυβέρνησης Αλιέντε, ο θάνατος του Νίκου Ζαχαριάδη και η εξέγερση του Πολυτεχνείου δεν έχουν σημασία μόνον ως ιστορικά διδάγματα. Είναι μια ευκαιρία για όσους αυτοπροσδιορίζονται ως αριστεροί, Μαρξιστές και ριζοσπάστες δημοκράτες να έρθουν αντιμέτωποι με τα διλήμματα της σύγχρονης καθημερινότητας, ώστε εξοπλισμένοι με τα αναγκαία εφόδια να βρουν τις απαντήσεις που χρειάζονται στις ερωτήσεις που βάζει η ίδια η ζωή. Αλλά και να αποφύγουν λάθη επαναλαμβανόμενα που επανέρχονται με διαφορετική μορφή σε διαφορετικές χρονικές περιόδους.
Την 28η Δεκέμβρη του 1991 η σωρός του Νίκου Ζαχαριάδη περνούσε τις πύλες του Α’ Νεκροταφείου Αθηνών σε μια τελετή που καθυστέρησε 18 χρόνια. Φίλοι, συναγωνιστές, πολιτικοί αντίπαλοι έσπευσαν να αποχαιρετήσουν από κοντά τον άνθρωπο που στο πρόσωπο του και την διαδρομή του συμπυκνώθηκε μια εποχή αγώνων και θυσιών για την πραγμάτωση ενός οράματος, καθώς κι η διάψευση του με τον πλέον τραγικό τρόπο. Με τα θετικά του και τα αρνητικά του ο ιστορικός ηγέτης του ΚΚΕ κλήθηκε να δώσει απαντήσεις σε καίρια ζητήματα, παίρνοντας αποφάσεις που καθόρισαν το μέλλον του ελληνικού κομμουνιστικού κινήματος γενικά, τις ζωές χιλιάδων ανθρώπων ειδικά.
Οι επικριτές εντός κι εκτός Αριστεράς θα του καταλογίσουν πολλά. Την αποκήρυξη του Άρη Βελουχιώτη -του Άρη, που έλπιζε πως όλα θα διορθώνονταν, αν μιλούσε <<με τον Νίκο>>- που οδήγησε στην απομόνωση και την θανάτωση του από παραστρατιωτικές συμμορίες. Την διαστρέβλωση της εσωκομματικής δημοκρατίας και την καθιέρωση ενός αυταρχικού καθεστώτος σε ό,τι αφορά την εσωτερική λειτουργία του κόμματος. Την αποχή από τις εκλογές του ’46,την επιλογή της ανοιχτής σύγκρουσης με τις κυβερνητικές δυνάμεις και την εμμονή σ’ αυτήν, δίχως να υπάρχουν οι κατάλληλες προϋποθέσεις για μια κοινωνική επανάσταση. Δεν θα του αναγνωρίσουν κανένα ελαφρυντικό. Ούτε πως ήταν απών του θαύματος της Ελεύθερης Ελλάδας και της γέννησης του Ε.Α.Μ. λόγω του εγκλεισμού του στο Νταχάου αγνοώντας τις εγχώριες εξελίξεις, ούτε πως η κατάσταση που παρέλαβε την άνοιξη του ΄45 ήταν λίγο-πολύ προδιαγεγραμμένη μετά την τραγική διαχείριση που είχε προηγηθεί από το δίδυμο Σιάντου-Ιωαννίδη.
Παρότι οι παραπάνω κατηγορίες  διεκδικούν μερίδιο πραγματικότητας παραγνωρίζουν κάτι θεμελιώδες για την ιστορική επιστήμη: ότι οι προσωπικότητες είναι προϊόν της εποχής τους και του κοινωνικού γίγνεσθαι μέσα στο οποίο διαμορφώνονται. Αν λοιπόν θέλουμε να ερμηνεύσουμε το φαινόμενο Ζαχαριάδη δεν έχουμε παρά να ανατρέξουμε στην περίοδο του Μεσοπολέμου. Η συγκεκριμένη ιστορική περίοδος θα σημάνει την αρχή μιας άγριας σύγκρουσης για την κατεύθυνση του παγκόσμιου και ελληνικού κομμουνιστικού κινήματος. Μέσα σε αυτό το κλίμα ο μετέπειτα ηγέτης του Κ.Κ.Ε., θα γαλουχηθεί με τις αξίες του κομματικού πατριωτισμού και της τυφλής υπακοής στις ντιρεκτίβες της κομματικής ιεραρχίας. Αυτή του η σχεδόν θρησκευτική εμμονή βρίσκεται πίσω από κάθε του απόφαση ισχυρίζονται οι κατήγοροι του εντοπίζοντας σε αυτή του την ιδεοληψία, την εγκαθίδρυση ενός κλίματος χαφιεδολογίας το οποίο θα του προσάψουν ολοκληρωτικά. Ένα τμήμα μάλιστα της Αριστεράς θα δώσει στον ασφυκτικό κώδικα κομματικής συμπεριφοράς τον όρο ΄΄ζαχαριαδισμός΄΄.
Ας μας εξηγηθεί όμως πως μετά την ΄΄απομάκρυνση΄΄ του Ζαχαριάδη οι λόγοι της κακοδαιμονίας δεν εξαφανίστηκαν. Ίσως αυτή η εκδοχή να αποτελεί μια πρώτης τάξεως ευκαιρία για όσους επιθυμούν να μεταθέσουν τις δικές του ευθύνες στις πλάτες  του ΄΄κακού΄΄  κι ιδιότροπου αρχηγού (όταν αργότερα οι ίδιοι έλυναν και έδεναν στο ελληνικό κομμουνιστικό κόμμα όταν ΄΄αποκαταστάθηκε΄΄ η εσωκομματική δημοκρατία). Αυτού  του ίδιου που τόλμησε να παρακούσει τον Στάλιν ξεκινώντας δεύτερο αντάρτικο.

Με πάθος ζηλωτή κι αυταπάρνηση μάρτυρα των πρώιμων Χριστιανικών χρόνων αλλά άτεγκτος σε σχέση με την εφαρμογή των κομματικών εντολών, μεγαλωμένος στα πολιτικά ήθη του Μεσοπολέμου με το κίνημα αναγκασμένο εν μέσω διώξεων να τηρεί συνωμοτικούς κώδικες, θηρίο ικανοτήτων σε ό,τι αφορούσε τα οργανωτικά ζητήματα, παράλληλα πεισματικά προσδεμένος στο άρμα της Μόσχας, ο Ζαχαριάδης με τα ιδιαίτερα γνωρίσματά του θα πρέπει να ειδωθεί στο πλαίσιο της περιόδου στην οποία έδρασε αντιπροσωπεύοντας τον χαρακτηριστικό τύπο σταλινικού ηγέτη. Άνθρωπος του καιρού του λοιπόν ο –κατά γενική ομολογία-επιφανέστερος γραμματέας του Κ.Κ.Ε. εσωκλείει όλη την αντίφαση μιας επανάστασης που προδόθηκε. Τουλάχιστον η διαδρομή του μας κληροδότησε την υπερηφάνεια της διαπίστωσης πως 65 χρόνια μετά τη λήξη του Εμφυλίου, οι ηττημένοι του πολέμου είναι οι σημερινοί νικητές του πολιτισμού και της ανθρωπιάς. Και μας διδάσκει πως αν πρέπει να πετάξουμε κάτι από μια Νέα Αριστερά δεν είναι άλλο από την στείρα τυφλή κομματική πειθαρχία οφείλουμε να διατηρήσουμε ζωντανή την πίστη στις αρχές και τις αξίες με όποιο προσωπικό κόστος.
Προσπαθώντας να ΄΄ανοίξουμε΄΄ το δεύτερο κεφάλαιο της περιήγησης μας, πέφτουμε πάνω στο παράδειγμα της Χιλής. Τον Σεπτέμβριο του ’73 η δημοκρατικά εκλεγμένη κυβέρνηση της Λαϊκής Ενότητας, ενός συνασπισμού των κομμάτων της Αριστεράς με πρωθυπουργό τον Σαλβαδόρ Αλιέντε ανατράπηκε από το στρατιωτικό πραξικόπημα που έφερε στην εξουσία τον στρατηγό Πινοσέτ εγκαθιδρύοντας μια από τις σκληρότερες δικτατορίες της σύγχρονης Ιστορίας. Οι δολοφονημένοι, οι φυλακισμένοι έφτασαν τις δεκάδες χιλιάδες. Διακόσιες χιλιάδες έγιναν πολιτικοί πρόσφυγες. Η εκτίμηση του Κομμουνιστικού Κόμματος της Χιλής-η οποία επικράτησε ως κυρίαρχη εκδοχή- εξαντλείται στην διαπίστωση πως για την ήττα ευθύνεται, αφ’ενός ότι ο συσχετισμός δυνάμεων έγερνε προς την πλευρά των πραξικοπηματιών λόγω της αφειδούς πολιτικής κι οικονομικής στήριξης που προσέφερε στους στρατιωτικούς η ηγεσία των Η.Π.Α. κι η εγχώρια αστική τάξη, αφ’ετέρου ο μη έγκυρος εξοπλισμός του λαϊκού κινήματος. Παρότι περιέχει μεγάλη δόση αλήθειας η συγκεκριμένη ανάγνωση παρακάμπτει τον κύριο λόγο αποτυχίας ο οποίος δεν είναι άλλος από την αδυναμία της ίδιας της κυβέρνησης Αλιέντε να ισορροπήσει ανάμεσα στην ολοένα αυξανόμενη ριζοσπαστικοποίηση του εργατικού κινήματος και τα συμφέροντα της άρχουσας τάξης.
Σε κάθε προσπάθεια οργάνωσης από τα κάτω ο κυβερνητικός συνασπισμός στάθηκε απέναντι φοβούμενος την ρήξη με το αστικό μπλοκ, την επίσημη Δεξιά, τις Ένοπλες Δυνάμεις και τα υπόλοιπα στηρίγματα των καπιταλιστών. Απέναντι στάθηκε στα cordones industriales, τα συντονιστικά των εργοστασίων και την πληθώρα επιτροπών που συγκροτήθηκαν για να απαντήσουν στην απεργία των ιδιοκτητών φορτηγών ανοίγοντας μαγαζιά και σούπερ-μάρκετ, αρνητικά αντιμετώπισε κάθε κατάληψη γης ή άδειων σπιτιών από τους κατοίκους των παραγκουπόλεων και γενικότερα κάθε πολιτική κρίση που τροφοδοτούσε την απάντηση του εργατικού κινήματος έβρισκε τον Αλιέντε αντίθετο σε αυτές τις μορφές οργάνωσης, όχι υπερασπιστή τους. Το αποτέλεσμα? Η κυβέρνηση στο τέλος της κάθε αναμέτρησης προσπαθούσε να κατευνάσει την άρχουσα τάξη και σε δεύτερη φάση να κερδίσει την συμμαχία των μεσαίων στρωμάτων. Έτσι μετά την κατάρρευση της ΄΄απεργίας των αφεντικών΄΄ τον Νοέμβρη του ΄72 έβαλε για πρώτη φορά τους στρατηγούς στην κυβέρνηση ελπίζοντας πως ο στρατός θα αποκαθιστούσε το ΄΄κράτος του νόμου΄΄ που έθεταν σε κίνδυνο ακροδεξιές συμμορίες .Στρατός και αστυνομία βρήκαν την ευκαιρία να αφοπλίσουν οργανωτικά την εργατική τάξη και το κίνημα της.
Υπήρχαν φωνές εντός κι εκτός Λαϊκής Ενότητας που τόνιζαν την ανάγκη ο αγώνας να προχωρήσει πιο πέρα από όσο ήθελαν οι επίσημες ηγεσίες. Τόσο η αριστερή πτέρυγα του Σοσιαλιστικού Κόμματος όσο και το MIR,το Κίνημα Επαναστατικής Αριστεράς είχαν ισχυρή παρουσία στην ηγεσία των cordones, στους αγώνες στις παραγκουπόλεις και τα πανεπιστήμια. Ωστόσο, αντί να ρίξουν το βάρος στην προσπάθεια να μετατραπούν τα cordones σε όργανα επαναστατικής εξουσίας, αρκέστηκαν σε ρόλο αριστερής αντιπολίτευσης με την ελπίδα η πίεση του κινήματος να σπρώξει την κυβέρνηση σε πιο ριζοσπαστικές κατευθύνσεις. Κι έτσι την ώρα που εκδηλωνόταν το πραξικόπημα κανείς δεν μπορούσε με σαφήνεια να απαντήσει ΄΄τι κάνουμε?΄΄ μετουσιώνοντας το έπειτα σε πράξη.
Η περιπέτεια της Χιλής επαναφέρει στο προσκήνιο μια διαμάχη που έχει τις ρίζες της στις αρχές του εικοστού αιώνα σχετικά με την μετάβαση στον σοσιαλισμό, επιβεβαιώνοντας τον Λένιν και την Ρόζα Λούξεμπουργκ και διαψεύδοντας τις ψευδαισθήσεις περί ομαλού μετασχηματισμού της κοινωνίας με το αστικό κράτος όρθιο και τους θεσμούς του ζωντανούς αλλά ουδέτερους. Σαράντα χρόνια αργότερα κι οι πλέον επικίνδυνοι είναι όσοι μας ζητούν να επαναλάβουμε την Ιστορία ως κυβερνητική φάρσα με τα γνωστά αποτελέσματα. Ή την αυτοκτονία της Χιλής ή τον ρεφορμισμό της σοσιαλδημοκρατίας που καταντά δυσφήμιση του σοσιαλισμού και προσωρινή νίκη των λαϊκών στρωμάτων. Η Αριστερά του νέου αιώνα καλείται να απαντήσει στις προκλήσεις που βάζει η αστική δημοκρατία και το κοινοβούλιο της, αλλά με άξονα την ανατροπή τους, στο όνομα μιας δημοκρατίας ριζοσπαστικής, απωθημένης στο πιο απώτατα όρια. Εξάλλου απ’την Παρισινή Κομμούνα και τα Σοβιέτ των Εργατών βουλευτών έως την Ελεύθερη Ελλάδα του βουνού και τους Ζαπατίστας διαθέτει ποιοτικότερα και πιο αντιπροσωπευτικά παραδείγματα δημοκρατικής εκπροσώπησης.
Ο τελευταίος σταθμός, η εξέγερση του Πολυτεχνείου δεν χρειάζεται ιδιαίτερες συστάσεις. Πολλά έχουν ειπωθεί για την φύση ή την σημασία της, άλλοτε με ειρωνική διάθεση-υποκρύπτοντας έναν τόνο συντηρητικής αμφισβήτησης– άλλοτε με αγαθές προαιρέσεις. Οι περισσότεροι έκαναν λόγο για γενιά του Πολυτεχνείου φορτώνοντας συλλήβδην τις αμαρτίες της Μεταπολίτευσης στις πλάτες εκείνων των παιδιών ενώ άλλοι δήλωναν παρευρισκόμενοι εκ των υστέρων. Ορισμένοι μίλησαν για αυθόρμητο, σχεδόν τυχαίο γεγονός.
 Πρώτα-πρώτα να ξεκαθαρίσουμε κάτι. Οι γενιές δεν πάνε ενιαία. Ο όρος γενιά του Πολυτεχνείου, γενιά του ΄40 κλπ. δεν στέκει παρά μόνο για λόγους ηλικιακού προσδιορισμού. Όπως κατά την διάρκεια της Γαλλικής Επανάστασης υπήρχαν Ορεινοί, Πεδινοί κι αδιάφοροι, την διάρκεια της Κατοχής από τη μια είχαμε τους αγωνιστές της Εθνικής Αντίστασης και τους αντάρτες κι απ’ την άλλη τα τάγματα ασφαλείας και τους δωσίλογους, έτσι και το 1973 στην μια γωνιά στέκονταν το φοιτητικό κίνημα, στην άλλη το δικτατορικό καθεστώς κι οι υποστηρικτές του και στη μέση μια μερίδα ΄΄ουδέτερων΄΄ παρατηρητών ή όσων ΄΄δεν γνώριζαν΄΄ όπως θα δηλώσουν χρόνια ύστερα μετά περισσού θράσους.
Έπειτα για όποιον πιστεύει στο τυχαίο ή το αυθόρμητο σ’ ό,τι αφορά τις στιγμές της Ιστορίας να του θυμίσουμε πως τα ιστορικά γεγονότα δεν είναι παρά το αποτέλεσμα της κλιμάκωσης μιας σειράς αγώνων-με τις εξάρσεις και τις υφέσεις τους- που έχει προηγηθεί ,όχι ένα γεγονός στηριγμένο στις προθέσεις ολίγων εντίμων ανθρώπων. Συγκεκριμένα η αντιδικτατορική πάλη χωρίζεται σε δύο περιόδους και σε δύο παρατάξεις όπως σωστά παρατήρησε ο Κ.Τζιαντζής*.
Στην πρώτη κυριαρχούν οι διαμαρτυρίες για τον ηττημένο εκσυγχρονισμό του μεταπολεμικού αστικού συστήματος. Περισσεύουν οι μικρομεσαίες προσδοκίες του ευρύτερου «δημο­κρατικού στρατοπέδου» (αντιδεξιού και αριστερού) γύρω απ’ την επιστροφή της χαμένης άνοιξης, γύρω απ’ τα πολύμορφα οράματα των κοινωνικών συμβολαίων. Η δεύτερη παράταξη φωτίζεται απ’ τις παλιές και τις καινούριες υποσχέσεις των αντάρτικων, απ’ τον κόκκινο Οκτώβρη και τα μαύρα μάτια του Τσε, απ’ τις σοφές και ταυτόχρονα αμάθητες, επαναστατικές απόπειρες σαν του Μάη. το πρώτο επίπεδο κυριαρχούν οι ήρωες. Ο Μανδηλαράς, ο Ελής, ο Μίκης,ο Μουστακλής, ο Καράγιωργας, ο απροσκύνητος Παναγούλης, ο (άλλος) Αντρέας της ταράτσας, «τακ-τακ εσύ, τακ-τακ κι εγώ». Στο δεύτερο κυριαρχούν οι πολλαπλές πρωτοπορίες των «άγνωστων στρατιωτών» μιας ριζικής ανατροπής χωρίς αστικά κοινωνικά όρια, χωρίς ακρωτηριασμένα δικαιώμα­τα, χωρίς απαγορευμένες ζώνες, αλλά και χωρίς -δυστυ­χώς- επαναστατική στρατηγική. Στη χώρα μας (όπως άλλωστε στην Ισπανία, στην Πορτο­γαλία κλπ) σφραγίστηκε η νίκη και η χρησικτησία της πρώ­της αντιδικτατορικής παράταξης πάνω στη δεύτερη, της πρώτης περιόδου πάνω στη δεύτερη. Τελικά, η νίκη αυτή επέβαλε ένα σύστημα, που αντικειμενικά διέψευσε όλες τις αυθεντικές προθέσεις και τις φλογερές επιδιώξεις των αγωνιστών ακόμα και της πρώτης αντιδικτατορικής παράταξης.

          Όσοι τέλος, καταβάλουν προσπάθειες να ταυτίσουν την εξέγερση με τους αριβίστες που επιχείρησαν να ανταλλάξουν τους νεανικούς αγώνες με μια θέση υπουργού, κοινοτικού επιτρόπου ή κρατικού αξιωματούχου δεν θα καταφέρουν να αποκρύψουν το επίκαιρο του μηνύματος. Σε τελική ανάλυση στην Ιστορία των επαναστάσεων, των κοινωνικών αγώνων, των λαϊκών διεκδικήσεων πάντα υπήρχαν και θα υπάρχουν οι τυχοδιώκτες, οι φανατικοί, οι προφορικά αγωνισθέντες. Ούτε η συμμετοχή σου σε έναν δίκαιο αγώνα εξασφαλίζει από μόνη της την συνέπεια της μετέπειτα πορείας σου ή ακόμη περισσότερο την εντιμότητα σου ως πρόσωπο.
Αλλά πέρα από το ποιοί ή πως, το ουσιώδες παραμένει το μήνυμα που εκπέμπει ο Νοέμβρης του Πολυτεχνείου σήμερα. Με έναν στους δύο νέους κάτω των 30 δίχως δουλειά, μαθητές λιπόθυμους απ’ την πείνα στα σχολεία, τα δημοκρατικά δικαιώματα σε φάση υποχώρησης, την κρατική καταστολή σε άνθιση, μετανάστες να βιώνουν στο έπακρο την εκμετάλλευση, τον αποκλεισμό, την ρατσιστική βία το σύνθημα ΄΄Ψωμί, Παιδεία, Ελευθερία΄΄ ακουμπάει ακόμη και σήμερα τις ανάγκες της νεολαίας, των λαϊκών νοικοκυριών, της εργατικής τάξης ευρύτερα. Έρχεται να μας θυμίσει πως δεν χρωστάμε σε κανέναν ΄΄γενναιώδωρο΄΄ ηγέτη όσα κεκτημένα κερδίσαμε στις λεωφόρους των διεκδικήσεων. Ό,τι οι αγώνες δεν είναι άπαξ, κειμήλια νεανικής παρρησίας ή κομμάτια ενός εναλλακτικού βιογραφικού. Και πως το πνεύμα της ανυπακοής θα εξακολουθεί να ζει έως την στιγμή της τελικής επικράτησης των κοινωνικών συμφερόντων έναντι των συμφερόντων μια ολιγαρχίας που ενδύεται πότε το αυταρχικό, πότε το ΄΄δημοκρατικό΄΄ της προσωπείο. Όσο κι αν αυτή η νίκη αργήσει.

*Οι δύο γραμμές της Αριστεράς-μηνύματα από τον αντιδικτατορικό αγώνα, Κ.Τζιαντζής


Ο Βαγγέλης Μαρινάκης είναι απόφοιτος του τμήματος Π.Δ.Ε. του Τ.Ε.Ι. Πειραιά

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου